- κυπαρίσσινος
- κῠπᾰρίσςῐνος1 of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ-
λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν P. 5.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν P. 5.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κυπαρίσσινος — of cypress wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίσσινος — η, ο (AM κυπαρίσσινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, ίνη, ον) [κυπάρισσος] κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.) μσν. αρχ. αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.) αρχ. (για ποτό) αυτό που… … Dictionary of Greek
κυπαρισσίνων — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen pl κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαριττίνων — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen pl (attic) κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίσσινον — κυπαρίσσινος of cypress wood masc acc sg κυπαρίσσινος of cypress wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίττινον — κυπαρίσσινος of cypress wood masc acc sg (attic) κυπαρίσσινος of cypress wood neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνη — κυπαρίσσινος of cypress wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνην — κυπαρίσσινος of cypress wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνης — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνοις — κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνου — κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)